-
1 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
2 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
3 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
4 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
5 регулятор
ο ρυθμιστής- пара - ατμού, ο ατμοφράχτης- тембра (рад.тлв.) - τόνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулятор
-
6 фактор
ο συντελεστήςο παράγωνο παράγονταςгазовый (нефт.) - η σχέση παραγωγής (εξόρυξης) του αερίου/πετρελαίου (м3{}т{})человеческий - ο ανθρώπινος παράγων/παράγονταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактор
-
7 ослабление
1. (сигнала, колебаний, волн) η εξασθένιση 2. (кфт) η μείωση 3. (винта, гайки и т.п.) η χαλάρωση, το λασκάρισμα (ξεν.) 4. (вакуума) η απώλεια του κενού 5. (сварного шва) η διάβρωση της ραφής (συγκόλλησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ослабление
-
8 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
9 схема
1. (графическое изображение, чертёж) το σχέδιο, το σχεδιάγραμμα, το σχήμα 2. (со-вокупность элементов и цепей связи) το κύκλωμα 3. (изображение, образ действия, последовательность событий) το διάγραμμα, το σχήμα, το σχεδιάγραμμα, το πρόγραμμα, το σχέδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > схема
-
10 вз...
взо..., взъ... κ. вс... πρόθεμα που σημαίνει:1. κίνηση προς τα πάνω: взлететь.2. ένταση, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолиться.3. ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать. -
11 напряжённость
-и θ.ένταση, εντατικότη-τα•напряжённость внимания ένταση της προσοχής•
напряжённость труда εντατικότητα της δουλειάς•
ослабление -и в международных отношениях ύφεση της έντασης στις διεθνείς σχέσεις.
-
12 димер
ο διακόπτης της αυξομείωσης της έντασης του φωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > димер
-
13 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
14 разрядка
-и θ.1. βλ. разряд 22. μτφ. εκτόνωση, ύφεση•разрядка напряжнности международной обстановки ύφεση της έντασης της διεθνούς κατάστασης.
3. αραίωση των γρα,μμάτων των λέξεων. -
15 вьюшка
1. (крышка или задвижка в дымоходе) το κινητό διάφραγμα ρύθμισης της έντασης καύσης (θερμάστρας/σόμπας), ο καπνοσύρτης, ο καπνοφράκτης 2. мор. το τύμπανο του καλωδίου/σύρματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вьюшка
-
16 радиокомпаратор
ο συγκριτήςτο όργανο μέτρησης της έντασης του ηλεκτρομαγνητικού πεδίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиокомпаратор
-
17 ушко
тех. το αυτί, η μάπα, ο πρόβολοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ушко
-
18 разрядка
разряд||каж1. ἡ ὕφεση [-ις], ἡ χαλάρωση τής ἔντασης:\разрядка напряженности в международных отношениях ἡ ὕψεση στίς διεθνείς σχέσεις·2. полигр. ἡ ἀραίωση (τυπογραφικών στοιχείων):набирать в \разрядкаку στοιχειοθετώ ἀραιά, ἀραιώνω. -
19 cross intensity function
French\ \ fonction d'intensité croiséeGerman\ \ KreuzintensitätsfunktionDutch\ \ kruisintensiteitsfunctie; kruisintensiteitsfunctie van Cox-LewisItalian\ \ funzione di intensità incrociataSpanish\ \ función de intensidad cruzadaCatalan\ \ funció d'intensitat creuadaPortuguese\ \ função de intensidade cruzadaRomanian\ \ -Danish\ \ tværs intensitet funktionNorwegian\ \ krysse intensiteten funksjonSwedish\ \ kors intensitet funktionGreek\ \ πολλαπλής λειτουργίας της έντασηςFinnish\ \ ristivoimakkuusfunktioHungarian\ \ kereszt intenzítás függvényTurkish\ \ çapraz yoğunluk fonksiyonuEstonian\ \ rist-intensiivsusfunktsioonLithuanian\ \ kryžminė intensyvumo funkcijaSlovenian\ \ križ intenzivnost funkcijoPolish\ \ mieszana funkcja intensywnościRussian\ \ перекрещивающаяся функция интенсивностиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ kross styrkleiki virkaEuskara\ \ gurutze intentsitatea funtzioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ دالة الوطأة المتقاطعة(الشدة)Afrikaans\ \ kruisintensiteitsfunksieChinese\ \ 交 叉 强 度 函 数Korean\ \ 교차강도함수 -
20 слабина
-ы, πλθ. -бины θ.1. αδυνάτισμα, χαλάρωση της έντασης.2. σημείο αδύνατο.εκφρ.выбрать -у – τεντώνω γερά, τεζάρω (ιστιόπανο, συρματόσχοινο κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην … Dictionary of Greek